ισόδοξος

ισόδοξος
ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, φιλό-δοξος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՒԱՍԱՐԱՓԱՌ — (ի, աց.) NBH 2 0075 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c ա. ἱσόδοξος aeque gloriosus, et glorificatus. Հաւասար ʼի փառս կամ փառօք. փառակից. համափառ. *Որդի՝ հօր հաւասարապատիւ եւ հաւասարափառ. Աթ. ՟Զ: *(Հոգին) հաւասարափառ զուգաթիւ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”